Waffe - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Waffe - translation to Αγγλικά


Waffe         
n. weapon, arms, instrument for use in attack or defense in combat (sword, gun, claws, etc.); any means used to fight with (skill, wit, etc.)
unconventional weapons         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unconventional weapons; Unconventional weapon (disambiguation)
unkonventionelle Waffen (ABC-Waffen)
supporting arms      
unterstützende Waffen (Waffe zur Sicherung oder Feuerunterstützung)

Βικιπαίδεια

Waffe
Als Waffe werden unter anderem Gegenstände bezeichnet, die dazu bestimmt oder geeignet sind, Lebewesen physisch (meist durch mechanische Einwirkung) infolge Verwundung oder Tod bzw. psychisch in ihrer Handlungsfähigkeit zu beeinträchtigen oder handlungsunfähig zu machen.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Waffe
1. Mussolinis Austrittsdrohung war zur stumpfen Waffe geworden.
2. September seine schlimmste Waffe einsetzen÷ den Wahlzettel.
3. Harbulot: Die zentrale Waffe ist die Information.
4. Anschließend richtete er die Waffe gegen sich selbst.
5. Der Mann trug eine kleinkalibrige Waffe bei sich.